-
1 πύραυλος
ο ракета;κοσμικός ( — или διαστημικός) πύραυλος — космическая ракета;
διηπειρωτικός πύραυλος — межконтинентальная ракета;
πολυόροφος πύραυλος — многоступенчатая ракета;
βαλλιστικός πύραυλος — баллистическая ракета;
πύραυλος -φορέας — ракета-носитель;
εκτόξευση -
2 διηπειρωτικός
η, ό[ν] межконтинентальный;διηπειρωτικός πύραυλος — межконтинентальная ракета
См. также в других словарях:
πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… … Dictionary of Greek